ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Οι εκβιασμοί και ο «εκβιασμός»

Γράφει η Κατερίνα  Ακριβοπούλου 
Μπορεί η Αθήνα να «εκβιάσει» τους δανειστές; Η απάντηση εμπεριέχεται ξεκάθαρα στη χθεσινή έκθεση της ΕΚΤ, η οποία μπορεί να παρουσιάστηκε επιλεκτικά από τα συστημικά ΜΜΕ -για λόγους προφανούς, και πάντα απροκάλυπτης, σκοπιμότητας- αλλά, στην πραγματικότητα, δείχνει έντρομη, είναι η αλήθεια, τα όπλα της Ελληνικής Κυβέρνησης:
» Αν δεν υπάρξει γρήγορα συμφωνία που να οδηγεί σε αποκλιμάκωση της κρίσης , τότε υπάρχει ο κίνδυνος να αυξηθεί το κόστος δανεισμού για την υπόλοιπη περιφέρεια. Οι αντιδράσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών γύρω από τις εξελίξεις στο ελληνικό ζήτημα έχουν αποσιωπηθεί μέχρι σήμερα, όμως, αν δεν επέλθει συμφωνία , ο κίνδυνος να υπάρξει ανοδική προσαρμογή των ασφαλίστρων κινδύνου, που απαιτούνται για τα ευάλωτα κράτη της ζώνης του ευρώ, θα μπορούσε να υλοποιηθεί», προειδοποιεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην εξαμηνιαία έκθεση της για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Βίτορ Κονστάνσιο, εκτίμησε ότι «δεν υπάρχει γενικευμένη υπερβολική αποτίμηση περιουσιακών στοιχείων στις ευρωπαϊκές αγορές, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και κίνδυνοι. Η βασική απειλή είναι η πιθανότητα αντιστροφής της αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων (…) η οποία θα προκαλούσε κεφαλαιακές απώλειες και θα παρακώλυε την ανάπτυξη, αν συνέβαινε”. 
Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ  δεν κάνει τίποτα άλλο από το να περιγράφει με τεχνικούς  όρους , πώς είναι να «χορεύουν πεντοζάλι οι αγορές «, όπως είχε προβλέψει προεκλογικά από την Κρήτη ο Αλέξης Τσίπρας  και τόσο λοιδορήθηκε -και λοιδορείται ακόμη- από τους εντεταλμένους της απαξίωσης…
Αλλά, ο κ. Κονστάνσιο μας είπε και κάτι ακόμη: ότι « δεν υπάρχει προφανής σύνδεση μεταξύ αθέτησης πληρωμής ενός δανείου που έχει λάβει η Ελλάδα και της χρεοκοπίας των ελληνικών τραπεζών. Οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να είναι φερέγγυες».  
Μπα τι λέτε;  Μπορεί, λοιπόν, η Ελλάδα να προχωρήσει σε στάση πληρωμής του χρέους και αντί να κατέβει ο στρατός να φυλάει τα ΑΤΜ, όπως ονειρεύονται ο Πάγκαλος , η Ντόρα, ο Άδωνις και ο μικρός Σταυράκης, να φιλάει ο κόσμος σταυρό -ή  ο,τι άλλο θεωρεί ιερό, τέλος πάντων- που ένας τύπος σήκωσε ανάστημα στο διευθυντήριο των Βρυξελλών; 
Μπορεί, λένε οι τεχνικοί του χρήματος. Μπορεί, λέει και  ο ΟΗΕ, μπορεί, λένε και διακεκριμένοι επιστήμονες με διεθνές κύρος. Ο Σεφάς Λουμίνα, ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας του ΟΗΕ για το εξωτερικό δημόσιο χρέος, και ο Ολιβιέ ντε Σούτερ, πρώην ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για το Δικαίωμα στην Τροφή, μιλούν στο  δεύτερο ντοκιμαντέρ της  Επιτροπής Αλήθειας για το Δημόσιο Χρέος  και θυμίζουν την πρόσφατη απόφαση του ΟΗΕ: «Βάσει του διεθνούς δικαίου, μια δανειακή σύμβαση μπορεί να θεωρηθεί άκυρη σε τουλάχιστον δυο περιπτώσεις: όταν η συμφωνία υπογράφηκε σε καθεστώς εξαναγκασμού και όταν η αποπληρωμή των δανείων υπονομεύει την ικανότητα του κράτους να εκπληρώνει τις πρωταρχικές του υποχρεώσεις απέναντι στον πληθυσμό.»
Κάτι, επίσης, έχει υπόψη του και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που, στην πρόσφατη συνάντησή του με τον  Πάνο Σκουρλέτη, διαμήνυσε ότι «το σημαντικότερο όπλο που έχουμε στη διαπραγμάτευση, είναι ότι οι προτάσεις μας προς τους εταίρους, και ιδίως προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, είναι υποχρέωση της Ελλάδας, η οποία απορρέει από το Διεθνές Δίκαιο». 
Ε, γιατρέ μου; Τι λες κι εσύ; Άσε, μη μου πεις…
Τα είπε όλα ο Μπρέχτ, τον προηγούμενο αιώνα, στις εμβληματικές Ιστορίες του κ. Κόυνερ: «Πρόσεξα, είπε ο κ. Κ., ότι κάνουμε πολλούς να τρομάζουν με τη θεωρία μας, επειδή βρίσκουμε στο κάθε ερώτημα και μιαν απάντηση. Δε θα μπορούσαμε, για το καλό της προπαγάνδας, να κάνουμε έναν κατάλογο των ερωτημάτων που μας φαίνονται τελείως αναπάντητα;» .
altsantiri.gr

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Η συνιστώσα Σόιμπλε (στο Ποτάμι του Σταύρου)

Παρ’ ότι στον ελληνικό Τύπο δεν αρθρογραφούν ο Μαρκ Τουαίην κι ο Εντγκαρ Αλαν Πόε, ούτε ο Αρθουρ Κόναν Ντόυλ ή ο Στίβεν Κινγκ, αφθονεί το παράδοξο. Επί παραδείγματι, ο ΔΟΛ καλεί καθημερινώς τον κ. Τσίπρα να ξεριζώσει από μέσα του τον κ. Λαφαζάνη και να γίνει άνθρωπος - δηλαδή κεντροαριστερός.
Σ’ αυτήν την περίπτωση, νομίζω ότι ένας εξορκισμός θα ήταν πιο αποδοτικός. Εξελθε πνεύμα μιαρόν και σοσιαλιστικόν, έξελθε πνεύμα ακάθαρτον και λαϊκίστικον, έξελθε - για να βρει την υγειά του και ο κ. Σταύρος Θεοδωράκης,
τον οποίον η σκληρότης του κόσμου τούτου καταδίκασε στην ανάγκη να κάνει ο έρμος κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή ανασχηματισμό στην κυβέρνηση και κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο αναδόμηση στον ΣΥΡΙΖΑ.
Εχετε ξαναδεί ποτέ αρχηγό κόμματος να υπαγορεύει (με τη συνέπεια και την επιμονή που ένας καντηλανάφτης ανάβει τα καντήλια μιας εκκλησίας) σε άλλον πρόεδρο κόμματος με ποιους να πάει (απ’ το κόμμα του) και ποιους ν’ αφήσει; Ισως να
πρόκειται για παγκόσμια πρωτοτυπία η οποία θα πρέπει να αξιοποιηθεί. Καλό θα ήταν λοιπόν ο κ. Σταύρος Θεοδωράκης να υπαγορεύει κάθε μέρα στον κ. Πρετεντέρη τι να γράφει, στη θεία μου τη Φωτούλα τι να μου μαγειρεύει, και στον κ. Σαμαρά τι να κάνει με την κυρία Μπακογιάννη.
Φοβάμαι ότι το ταλέντο του Σταύρου να λέει στους άλλους τι θα έκανε αν ήταν στη θέση τους πάει χαμένο, όσον το περιορίζει στην ενασχόλησή του με τον κ. Τσίπρα, καταντάει μονότονο. Σαν το κοριτσάκι με τα λουλούδια που επαναλαμβάνει έτσι στο ξεκούδουνο στις περιπέτειες του Λούκυ Λουκ «αυτά τα ωραία λουλούδια» ή σαν τον Ραν Ταν Πλαν που όποιον κι αν βλέπει μονολογεί (αν και με κάποια χρονοκαθυστέρηση) «κάπου τον ξέρω αυτόν τον κύριο».
Είναι εντυπωσιακό ότι η συνιστώσα Σταύρος (έτσι που το πάει, έχει γίνει δικός μας άνθρωπος) ουδέποτε έχει κάνει κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ για την όποια υποχώρηση από την όποια θέση του (όπως, λόγου χάριν, για την προστασία της πρώτης κατοικίας), ενώ του κάνει μονίμως κριτική για την όποια αντίστασή του στις απαιτήσεις και τις υπαγορεύσεις των δανειστών. Οπερ έδει δείξαι.
Θα συνεχίζαμε να κάνουμε πλάκα (διότι ούτε καν περί σάτιρας πρόκειται) αν τα πράγματα δεν ήταν πολύ σοβαρά. Οι διαπραγματεύσεις όλο προοδεύουν κι όλο στάσιμες μένουν. Σήμερα, 27 Μαΐου, τα μόνα θέματα που έχουν κλείσει είναι αυτά στα οποία έχει υποχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση, όπως ο ΕΝΦΙΑ, το αφορολόγητο των 12.000 ευρώ κι άλλα. Για κάθε άλλο επίδικο ζήτημα
οι συνομιλητές μας υπαναχωρούν, κι αν έχουν πάρει το λάδι, ζητάνε και το ξίδι. Αν μας έχουν πάρει την ψυχή, μας ζητάνε και τον οβολό για ναύλα. Οταν εμείς κάνουμε ένα βήμα πίσω, αυτοί κάνουν δυο βήματα μπρος και μας χορεύουν στο ταψί.
Αλλά, αν έτσι (κακήν κακώς) έχουν τα πράγματα περί τις διαπραγματεύσεις, συνεχίζονται επίσης κακήν κακώς και πολλά απ’ τα πράγματα περί τη διακυβέρνηση. Χθες (και κάποιος να τον μαζέψει) ο κ. Βαρουφάκης ξαναχτύπησε! Εξήγγειλε την είσπραξη ενός «μικρού τέλους» από τις αναλήψεις. Αυτό μαζί με την εξώθηση των πολιτών στο πλαστικό χρήμα συναπαρτίζουν ένα επίτευγμα του κ. Υπουργού, που θα ήταν δύσκολο να μην πάρει Οσκαρ ηχοληψίας (βόγγων και στεναγμών, γελώτων και γελώτων).
Καταλαβαίνω ότι ο κ. Βαρουφάκης είναι ένας χομπίστας της πολιτικής, αλλά ούτε και στον πλανήτη που ζει όλοι οι πολίτες είναι καλωδιωμένοι με τις τράπεζες, τους τόκους που παίρνουν για τις πιστωτικές κάρτες, τις συνδρομές που τσιμπάνε για τις χρεωστικές και τον Μεγάλο Αδελφό που τα παρακολουθεί όλα αυτά.
Οχι μόνον ο μισός πληθυσμός της χώρας δεν έχει ιδέα από ταμπλέτες και κομπιούτερ (θα αναστενάξουν τα γκισέ), αλλά ούτε οι πολίτες είναι υποχρεωμένοι να ανέχονται την παραβίαση του Συντάγματος ή να αναγκάζονται να το παραβιάζουν οι ίδιοι. Διότι η αναγκαστική χρήση του πλαστικού χρήματος παραβιάζει την ελεύθερη μετακίνηση των ανθρώπων, όταν τους υποχρεώνει να αφήνουν πίσω τους ένα ηλεκτρονικό ίχνος ανιχνεύσιμο από πάντα ενδιαφερόμενον.
Αν αυτό συνιστά αριστερή αντίληψη για τη δημοκρατία, το Σύνταγμα και τη διακυβέρνηση, τότε αριστερό είναι και ένα κατσαβίδι όταν ξεβιδώνει.
Και μη μου πει κανείς ότι επιστρατεύω το «αριστερόμετρο», διότι υπάρχουν και τα βλακόμετρα...

Η ανευθυνότητα του πλήθους

Γελωτοποιός


Ο κόσμος είναι επικίνδυνος, όχι εξαιτίας αυτών που κάνουν το κακό, αλλά εξαιτίας αυτών που τους κοιτάζουν χωρίς να κάνουν τίποτα.



Η ιστορία που ακολουθεί δεν είναι, δυστυχώς, φανταστική. Μοιάζει να βγήκε από ταινία τρόμου, ειδικά μόλις μαθαίνουμε ότι συνέβη μια Παρασκευή και 13. Συγκεκριμένα την Παρασκευή, 13 Μαρτίου του 1964.

Ήταν τρεις η ώρα το πρωί και η Κάθριν Τζενοβέζε γύριζε σπίτι από τη βραδινή της βάρδια. Έμενε στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, σε μια πολυκατοικημένη αστική περιοχή.

Αφού πάρκαρε το αυτοκίνητο της προχώρησε προς την είσοδο της πολυκατοικίας της. Εκεί αντιλήφθηκε, μέσα στις σκιές, έναν άντρα –που πιθανότατα της φάνηκε ύποπτος- και γύρισε για να ξαναμπεί στο αυτοκίνητο της ή να τηλεφωνήσει στην αστυνομία.

Δεν πρόλαβε. Ο άντρας, ονόματι Γουίνστον Μόουζλι, την πρόφτασε και της έχωσε ένα μαχαίρι στην πλάτη. Καθώς εκείνη στράφηκε να τον αντιμετωπίσει τη μαχαίρωσε και στην κοιλιά.

Η Κάθριν άρχισε να φωνάζει: «Βοήθεια! Με σκοτώνουν! Βοηθήστε με!»

Φώτα άναψαν στις κοντινές κατοικίες και κουρτίνες κουνήθηκαν στα παράθυρα. Αλλά κανείς δε βγήκε να δει τι συνέβαινε.

Ο Μόουζλι στην κατάθεση του αργότερα δήλωσε: «Αισθάνθηκα ότι κανείς από αυτούς τους ανθρώπους δε θα κατέβαινε τις σκάλες.»

Και έτσι έγινε. Μόνο ένας άντρας φώναξε: «Άσε ήσυχο το κορίτσι.»

Τότε ο Μόουζλι έφυγε γρήγορα και η Κάθριν σύρθηκε μέχρι την είσοδο του σπιτιού της.

~~

Όμως όλα τα φώτα στα σπίτια έσβησαν ξανά. Ο Μόουζλι πλησίασε την Κάθριν και τη μαχαίρωσε ξανά. Εκείνη ούρλιαξε και ζήτησε για άλλη μια φορά βοήθεια. Τα φώτα άναψαν πάλι, αλλά κανείς δε μίλησε, κανείς δε βγήκε.

Ο Μόουζλι απομακρύνθηκε και περίμενε. Λίγα λεπτά μετά πλησίασε πάλι την κοπέλα που ανέπνεε ακόμα και την αποτελείωσε, κόβοντας ‘την από το λαιμό ως τα γεννητικά όργανα.

Μετά κατέβασε το παντελόνι του και ασέλγησε πάνω στο νεκρό σώμα.Η απεχθής αυτή εγκληματική πράξη διήρκεσε 35 λεπτά. Η πρώτη επίθεση έγινε στις 3:15 και ο Μόουζλι έφυγε στις 3:50.

38 αυτόπτες μάρτυρες παρατηρούσαν την κοπέλα να μαχαιρώνεται (τρεις φορές) μέχρι θανάτου, χωρίς να κάνουν τίποτα, χωρίς καν να τηλεφωνήσουν στην αστυνομία.

Η αστυνομία ειδοποιήθηκε στις 4 το πρωί και όταν έφτασε ήταν πολύ αργά. Για όλους.

~~

Το έγκλημα αυτό ίσως να χανόταν ανάμεσα τους φακέλους της αστυνομίας, αν δεν το μάθαιναν δύο κοινωνικοί ψυχολόγοι, ο Ντάρλεϊ και ο Λατανέ. Αυτοί δεν ενδιαφέρθηκαν για τη διεστραμμένη προσωπικότητα του δολοφόνου, αλλά για κάτι ίσως πιο συνταρακτικό: Την απάθεια των παρατηρητών, την απροθυμία τους να βοηθήσουν. Τι ήταν αυτό που τους εμπόδισε να αντιδράσουν;

Κάποιοι ψυχολόγοι και ψυχίατροι αναφέρθηκαν στη «συναισθηματική άρνηση» των αυτόπτων μαρτύρων: Ότι εξαιτίας του σοκ έμειναν αδρανείς, απαθείς. Ένας άλλος μίλησε για τον αρνητικό ρόλο της τηλεόρασης, η οποία είχε εθίσει τους τηλεθεατές στη βία και στην κοινωνική απάθεια.

Όμως ο Ντάρλεϊ με τον Λατανέ δεν πείστηκαν. Ένιωθαν, χωρίς να μπορούν ακόμα να το εξηγήσουν, ότι αυτή η συμπεριφορά δεν είχε να κάνει με την τηλεόραση ή με το συναισθηματικό κλονισμό, αλλά με κάτι βαθύτερο, ίσως και πιο αρχέγονο.

Έτσι προχώρησαν στο περίφημο πείραμα τους, αυτό που αποκάλυψε την έννοια της «διάχυσης της ευθύνης». Όπως είναι ευνόητο δεν μπορούσαν να αναπαραστήσουν μια δολοφονία, έτσι έκαναν αναπαράσταση μιας επιληπτικής κρίσης.

~~

Ένας φοιτητής, με μικρόφωνο και ακουστικά, καθόταν μόνος σε ένα μικρό δωμάτιο. Θα μιλούσε για 2 λεπτά για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στη φοιτητική ζωή, αφού πρώτα θα άκουγε τους υπόλοιπους φοιτητές, στα άλλα δωμάτια, να μιλάνε για τη δική τους ζωή.

Όπως είναι προφανές –σε μας που γνωρίζουμε τη φύση του πειράματος- δεν υπήρχε κανείς άλλος φοιτητής, πέρα από το υποκείμενο. Οι φωνές που άκουγε ήταν μαγνητοφωνημένες.

Κάποια στιγμή ξεκινούσε να μιλάει ένας «φοιτητής», ο οποίος έλεγε ότι είναι επιληπτικός και αυτό συχνά του δημιουργεί προβλήματα κλπ κλπ.

Μέχρι που ο επιληπτικός ηθοποιός άρχιζε να παθαίνει κρίση και να ζητάει βοήθεια: «Νομίζω ότι παθαίνω κρίση… Βοηθήστε με… Θα πεθάνω…»

Η ψεύτικη επιληπτική κρίση διαρκούσε έξι λεπτά. Σε αυτό το χρονικό διάστημα μόλις το 31% των φοιτητών που άκουγαν σηκώθηκαν και ζήτησαν βοήθεια από τον υπεύθυνο του προγράμματος.

Το υπόλοιπο 69% των φοιτητών, ενώ είχαν ταραχτεί –καταρρίπτοντας έτσι την υπόθεση της απάθειας και της τηλεοπτικής αποχαύνωσης– δεν ήξεραν τι να κάνουν. Περίμεναν ότι κάποιος άλλος θα βοηθούσε τον επιληπτικό, έτσι δεν έκαναν τίποτα.

~~

Η «διάχυση της ευθύνης» φάνηκε πιο καθαρά όταν οι πειραματιστές άλλαξαν τον αριθμό των φοιτητών-μαγνητοφωνημένων φωνών που συμμετείχαν στο πείραμα.

Όταν το υποκείμενο πίστευε ότι είναι μόνος του με τον επιληπτικό φοιτητή, αναζητούσε βοήθεια μέσα στα τρία πρώτα λεπτά -συγκεκριμένα το 85% των φοιτητών αντέδρασε έτσι.

Το συμπέρασμα των Ντάρλει και Λατανέ ήταν:

«Όσο περισσότεροι είναι οι μάρτυρες κάποιου δυσάρεστου γεγονότος, όπως επίθεση ή ατύχημα, τόσο λιγότερο υπεύθυνος αισθάνεται ο καθένας, γιατί η ευθύνη καταμερίζεται ισομερώς στο πλήθος.»

~~

Με διαφορετικά λόγια είναι λάθος να αισθανόμαστε περισσότερο ασφαλείς μέσα σε ένα μεγάλο πλήθος, όπως αυτό της πόλης. Είναι πιο πιθανό να σε βοηθήσει ο ένας και μοναδικός σου γείτονας, παρά όλοι αυτοί οι άνθρωποι –οι οποίοι συνήθως είναι και άγνωστοι- που συνωστίζονται στις πολυκατοικίες τριγύρω σου και σε προσπερνούν στους πολυσύχναστους δρόμους.

Και δεν είναι τυχαίο αυτό που λένε οι ποιητές: Ότι η μοναξιά μας γίνεται μεγαλύτερη μέσα στο πλήθος.

~~

Όμως οι Ντάρλει και Λατανέ έβγαλαν άλλο ένα συμπέρασμα, πιο αισιόδοξο, με κάποιο άλλο πείραμα που δε θα αναφέρω αυτή τη στιγμή, παρότι είναι εξίσου ενδιαφέρον: Η αλληλεγγύη διδάσκεται.

Αν ένας άνθρωπος απλά ακούσει για τη «διάχυση της ευθύνης», είναι έτοιμος, την επόμενη φορά που θα συμβεί κάτι «μπροστά στα μάτια του», να αντιδράσει διαφορετικά.

Υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να μην προσπεράσει το γέρο που έπεσε στη μέση του δρόμου επειδή κάποιοι άλλοι ήδη στέκονται από πάνω του, λέγοντας –στον εαυτό του: «Ας τον βοηθήσουν αυτοί, εγώ τι μπορώ να κάνω παραπάνω;»

Είναι πιο πιθανό να μην αφήσει αβοήθητη μια γυναίκα ή ένα παιδί ή έναν άγνωστο ή έναν σκύλο που ξυλοκοπούνται, πιστεύοντας ότι δεν είναι δική του ευθύνη –αφού τόσοι παρακολουθούν χωρίς να κάνουν τίποτα.

Γιατί ξέρει ότι όλοι έχουμε ευθύνη -την ίδια ακριβώς, χωρίς διάχυση- για ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία μας, και δε θέλει να είναι ένας από τους 38 αυτόπτες μάρτυρες που άφησαν τον Μόουζλι να κατακρεουργήσει την Κάθριν Τζενοβέζε.

Αν τα συμπεράσματα των Ντάνλεϊ και Λατανέ είναι σωστά, ακόμα και αυτό το ασήμαντο κείμενο μπορεί να βοηθήσει την επόμενη Κάθριν να επιζήσει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

(Περισσότερα για το πείραμα των Ντάνλει και Λατανέ: «Το κουτί της Ψυχής», της Lauren Slater, από τις εκδόσεις Οξύ.)

Ρήξη? Τι Ρήξη, Πρόσθιου Χιαστού στο Αριστερό Γόνατο!?



Από το my-pillow-book.blogspot.gr


Σαν να μην μας έφταναν όλα τα άλλα, βρέθηκαν τώρα και 150 στελέχη του Συ.Ριζ.Α. που αίφνης ζήλεψαν την ιδεολογική καθαρότητα της μπαγιάτικης αερολογίας του συντρόφου  Κουτσούμπα και με κείμενο που κυκλοφορεί από χθες, καλούν τον ελληνικό λαό σε ρήξη.

Οι συνυπογράφοντες απαιτούν, εδώ και τώρα:

«Να διαγραφεί το ληστρικό -όπως αποκαλύπτεται περίτρανα και από το Λογιστικό έλεγχο που διεξάγει η Βουλή -κρατικό χρέος.» 

Καθόλου δεν φαίνεται να απασχολεί τους υπογράφοντες το γεγονός ότι ο λογιστικός έλεγχος όχι μόνο δεν έχει ολοκληρωθεί, αλλά δεν έχει καν ξεκινήσει, καλά-καλά. Μια από τις βασικές πηγές του λογιστικού ελέγχου είναι οι διάφορες δανειακές συμβάσεις, που βρίσκονται στην κατοχή της Τράπεζας της Ελλάδας, της οποίας τράπεζας, ο σπουδαίος, γνωστός και μη εξαιρετέος διοικητής έχει κληθεί να καταθέσει στην «Επιτροπής Αλήθειας του Δημόσιου Χρέους», αν και ακόμα δεν γνωρίζει κανείς, αν –ως ανεξάρτητη (ή ορθότερα ανεξέλεγκτη) αρχή- σκοπεύει να συμμορφωθεί στο κάλεσμα της Προέδρου της Βουλής.

«Να καταργηθούν μέσα από το συντομότερο δυνατό δρόμο τα Μνημόνια και οι εφαρμοστικοί τους νόμοι, με αξιοποίηση και του σχετικού σχεδίου νόμου που κατέθεσε στη Βουλή το ΚΚΕ, που πρέπει να ψηφιστεί από όλους τους βουλευτές του Συ.Ριζ.Α.»

Καθόλου δεν φαίνεται να απασχολεί τους υπογράφοντες ποιος είναι, τέλος πάντων, αυτός ο συντομότερος δυνατός τρόπος, ούτε έχουν καμιά ιδέα καλύτερη από το σχέδιο νόμου που έχει καταθέσει το ΚΚΕ, λες και η πραγματικότητα αντιμετωπίζεται με νόμους!

«Να ματαιωθεί κάθε σχέδιο για υπογραφή νέου Μνημονίου και αν έρθει στη Βουλή, να καταψηφιστεί από τους βουλευτές του Συ.Ριζ.Α.»

Καθόλου δεν φαίνεται να απασχολεί τους υπογράφοντες το γεγονός ότι η διαπραγμάτευση δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Όλοι σιωπούμε και προσπαθούμε να καταλάβουμε προς τα πού θα φυσήξει ο άνεμος, αλλά αυτές οι κυρίες κι οι κύριοι που συνυπογράφουν το κείμενο, είτε κατέχουν την απόλυτη αλήθεια είτε έχουν μαντικές ικανότητες και πάντως σπεύδουν να προεξοφλήσουν το αρνητικό αποτέλεσμα, προσφέροντας τη χειρότερη υπηρεσία τους σε ένα μέτωπο που θα έπρεπε να είναι αρραγές, το οποίο προτρέχουν να διαρρήξουν με αδικαιολόγητη βιασύνη.

«Να εφαρμοστούν όλες οι προεκλογικές δεσμεύσεις του Συ.Ριζ.Α. και για να χρηματοδοτηθούν, να συμπληρωθούν με τα αναγκαία ριζοσπαστικά μέτρα σε βάρος του μεγάλου κεφαλαίου και του πλούτου.»

Καθόλου δεν φαίνεται να απασχολεί τους υπογράφοντες το γεγονός ότι το μεγάλο κεφάλαιο, όταν είναι παγιοποιημένο, κατά κανόνα αργεί κι ότι ο ρευστός πλούτος έχει «πετάξει» σε άλλη γη και σε άλλα μέρη! Τούτων δοθέντων, προφανώς. για να γίνουν όλα αυτά που συνεπάγεται η άμεση εφαρμογή των προεκλογικών δεσμεύσεων, προϋποτίθεται επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, η οποία επιστροφή, είναι ακριβώς αντίθετη με τη ρητή προεκλογική δέσμευση του Συ.Ριζ.Α. –αλλά αυτή μάλλον είναι, κατά τους υπογράφοντες, μια ανάξια λόγου λεπτομέρεια.

Υπάρχουν και μερικές ακόμα ασήμαντες λεπτομέρειες!

Μια ασήμαντη λεπτομέρεια είναι ότι  εφόσον ένα κράτος, για να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις του, τυπώνει χρήμα που δεν αντιστοιχεί στις παραγωγικές ικανότητες της οικονομίας του, τότε το μόνο που δημιουργείται, είναι υψηλός πληθωρισμός. Ο πληθωρισμός, είναι η χειρότερη μορφή φορολογίας διότι θίγει, πρώτα απ' όλα, τα χαμηλά εισοδήματα. 

Μια δεύτερη ασήμαντη λεπτομέρεια, είναι ότι δεν υπάρχει κάποιο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της οικονομίας μας.

Μια τρίτη, ακόμα πιο ασήμαντη λεπτομέρεια, είναι ότι εφόσον αυτό το σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης όντως υπάρχει αλλά για κάποιον ανερμήνευτο λόγο τηρείται ως εφτασφράγιστο μυστικό, δυστυχώς δεν υπάρχουν τα συναλλαγματικά αποθέματα που θα χρηματοδοτούσαν και θα υποστήριζαν ένα τέτοιο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης.

Μια τέταρτη λεπτομέρεια, που δυστυχώς δεν είναι και τόσο ασήμαντη, είναι το γεγονός ότι το χρέος που καλούμαστε να αρνηθούμε, βρίσκεται υπό το Αγγλικό Δίκαιο. Αυτό σημαίνει ότι όταν θα αρχίσει να ξεδιπλώνεται αυτό το μυστικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης που θα χρηματοδοτηθεί από τους άδηλους προς το παρόν πόρους, οι δανειστές θα προβάλλουν, χωρίς αμφιβολία, τις αντιρρήσεις τους. Έτσι, όταν θα επιχειρούμε να το θέσουμε σε εφαρμογή αυτό το κρυφό σχέδιο, παραγγέλλοντας, παραδείγματος χάριν, μηχανολογικό εξοπλισμό ή πρώτες ύλες από τους ανομολόγητους προς το παρόν φίλους μας, θα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τα κατασχετήρια των δανειστών υπό καθεστώς διεθνούς αποκλεισμού.

Για να μην μακρηγορούμε, ακόμα κι αν αυτοί οι ευσεβείς πόθοι ξέφευγαν από την απογοητευτική τους αοριστολογία και συμπληρώνονταν αφενός από ένα πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης κι αφετέρου με τον προσδιορισμό των πηγών και των πόρων χρηματοδότησης αυτής της παραγωγικής ανασυγκρότησης, ακόμα και τότε, αυτό το σχέδιο θα έπρεπε να εξυφανθεί και να εκτελεστεί με τη θετική προαίρεση της διεθνούς των δανειστών και όχι εντός ενός συγκρουσιακού περιβάλλοντος.

Ας αφήσουν, λοιπόν, για άλλους τον κάματο της επαναστατικής γυμναστικής, όλοι αυτοί οι φίλοι που συνυπογράφουν ετούτην την  ανακοίνωση και ως κατά τεκμήριο περισσότερο ενεργοί από τους υπόλοιπους, ας παρασύρουν και τους οκνηρότερους συντρόφους τους των κατά τόπον κοινοτήτων μας, ώστε να γίνει αυτό που περιμένουμε από τις 25 του Γενάρη κι εφεξής: ένα ανοιχτό κάλεσμα στην κοινωνία ώστε όλοι μαζί να βάλουμε πλάτη και να συνδράμομε με τις ιδέες και τις προτάσεις μας στον, ανύπαρκτο προς το παρόν, σχεδιασμό της παραγωγικής ανασυγκρότησης, που αποτελεί τη μόνη διέξοδο από αυτόν τον μονόδρομο της εθνικής ταπείνωσης. Αν μη τι άλλο, οι κακοί μας (συν)εταίροι διαθέτουν πόρους που συνεχίζουν να μένουν ανεκμετάλλευτοι -κι αυτό είναι το τραγικότερο.

Πάντως, αυτή η διέξοδος δεν είναι ούτε τόσο εύκολη όσο ακούγεται ούτε, βέβαια, επιτυγχάνεται με τη σύνταξη πύρινων διακηρύξεων που δεν εδράζονται ούτε στην πραγματικότητα ούτε στα αληθινά περιστατικά της ζώσας μας πραγματικότητας.

Επιτέλους, πόσες φορές θα το πούμε ότι είναι πια καιρός να μάθομε και να ψαρεύομε?

Η σύνθεση είναι από την ΟΚΤΑΝΑ

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Γερμανία 1945-2015: Τα όρια της μνήμης



των Τάσου Κωστόπουλου, Άννα Ψαρρά, Δημήτρη Ψαρρά,

Εβδομήντα χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η δημόσια εικόνα της Γερμανίας παραμένει σφραγισμένη από τα πεπραγμένα του γερμανικού εθνικισμού εκείνης της εποχής.
Η ιστορική ευθύνη της κήρυξης δύο διαδοχικών παγκοσμίων πολέμων, τα πανευρωπαϊκά βιώματα από την αγριότητα των ναζιστικών στρατευμάτων και η βιομηχανικά οργανωμένη εξολόθρευση εκατομμυρίων ανθρώπων στα χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης αποτελούν ορόσημα, η συλλογική ανάμνηση των οποίων εκλαμβάνεται ως τροχοπέδη για τη σημερινή ηγεμονία στην Ενωμένη Ευρώπη.
Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που η επικοινωνιακή διαχείριση αυτού του παρελθόντος, αλλά και της αντιμετώπισής του από τους σημερινούς Γερμανούς αναδεικνύεται σε πρωτεύοντα στόχο της διπλωματίας του Βερολίνου.
Στις αρχές του μήνα, δημοσιογράφος του «Ιού» παρακολούθησε το «θεματικό ταξίδι» που οργάνωσε το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, με αντικείμενο «Πώς η Γερμανία αντιμετωπίζει την ιστορία του 20ού αιώνα, επί τη ευκαιρία της 70ής επετείου από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου».
Στην αποστολή, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του επίσημου «προγράμματος επισκεπτών» το οποίο υφίσταται από το 1966 με διακηρυγμένο στόχο να «επιτρέπει σε ξένους διαμορφωτές γνώμης να δουν τη Γερμανία με τα μάτια τους και ν’ αποκτήσουν έτσι μια αυθεντική αντίληψη, επικαιροποιημένη και με αποχρώσεις, για τη χώρα», μετείχαν συνολικά 17 επισκέπτες από ισάριθμες χώρες και 4 ηπείρους (6 δημοσιογράφοι, 6 πανεπιστημιακοί, 3 διευθυντές ή επιμελητές μουσείων, 1 καθηγήτρια κι 1 επίτιμος διπλωμάτης).
Εκτός από επισκέψεις σε ιστορικά μνημεία, μουσεία και εκθέσεις, το εξαιρετικά πυκνό πρόγραμμα που καταρτίστηκε από το Ινστιτούτο Διεθνών Πολιτιστικών Σχέσεων (Ifa) περιέλαβε επίσης εννιά συνεντεύξεις με δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς που εμπλέκονται σε ζητήματα διαχείρισης της συλλογικής μνήμης, καθώς και την παρακολούθηση τριών επίσημων επετειακών εκδηλώσεων.
Η εικόνα που σχηματίσαμε ήταν έτσι αρκετά αντιπροσωπευτική, τόσο για το σχήμα που το γερμανικό κράτος έχει φιλοτεχνήσει αναφορικά με το σκοτεινό παρελθόν του όσο και για τη σχετική δημόσια συζήτηση εντός τού εκεί «συνταγματικού τόξου».
Χάρη στις κριτικές παρεμβάσεις πολλών από τα μέλη της αποστολής, διαπιστώσαμε επίσης τα όρια αυτού του αναστοχασμού.

«Μετα-ηρωικές» προσεγγίσεις

Η πρώτη διαπίστωση είναι πως η σημερινή επίσημη Γερμανία δεν προσπαθεί να κρύψει το ναζιστικό παρελθόν της: παντού μνημεία για τα εγκλήματα του Γ΄ Ράιχ, ρητή καταδίκη του Ολοκαυτώματος ως «του μεγαλύτερου εγκλήματος στην ιστορία της ανθρωπότητας», εξίσου ρητή (αν και λιγότερο συχνή) παραδοχή της ευθύνης της Γερμανίας για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ένας από τους πρώτους «χώρους μνήμης» που επισκεφθήκαμε ήταν το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Σαξενχάουζεν, στην κωμόπολη Οράνιενμπουργκ λίγο έξω από το Βερολίνο˙ το ίδιο προσκύνημα πραγματοποιούν καθημερινά όχι μόνο τουρίστες αλλά και ουκ ολίγα σχολεία.
Οπως μας εξήγησε αργότερα ο Χανς-Γκέοργκ Γκολτς, υπεύθυνος εκδόσεων της Υπηρεσίας Πολιτικής Αγωγής του υπουργείου Εσωτερικών, η αυτομαστίγωση αυτή δεν αποσκοπεί μόνο στην προστασία της νέας γενιάς από τον «εξτρεμισμό» αλλά και στην «παραγωγή μιας θετικής ταυτότητας από την αναγνώριση ενός αρνητικού γεγονότος».
Για την προσέγγιση των επίμαχων γεγονότων, συμπληρώνει η υπεύθυνη του προγράμματος, Οντίλα Τρίμπελ, το γερμανικό κράτος έχει υιοθετήσει τις τελευταίες δεκαετίες μια «μετα-ηρωική» αφήγηση. Δεν ήταν πάντα έτσι. Τις πρωτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο, η γερμανική κοινωνία προτιμούσε τη σιωπή για όσα υπέστη και (κυρίως) διέπραξε τα προηγούμενα χρόνια.
«Για πολύ καιρό, οι αντιστασιακοί αντμετωπίζονταν σαν προδότες», θυμάται η Μαρτίνα Φίσερ, υπεύθυνη προγραμμάτων του Ιδρύματος Μπρέγκχοφ για τη ΝΑ Ευρώπη, το κυρίαρχο δε συναίσθημα απέναντι στη δειλή «αποναζιστικοποίηση» που είχαν επιβάλει οι σύμμαχοι ήταν «πότε επιτέλους θα τελειώσει αυτή η ιστορία».
Συναίσθημα που αποτυπωνόταν όχι μόνο ιδιωτικά, αλλά και στον δημόσιο λόγο.
Αφίσες του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος που εκτίθενται στο Γερμανικό Ιστορικό Μουσείο απαιτούσαν λ.χ. ήδη από το 1949-50 τον τερματισμό του θεσμικού αποκλεισμού των πρώην ναζί από τα δημόσια αξιώματα: «Τέλος μ’ αυτούς τους φραγμούς! Τιμωρήστε εγκλήματα, όχι ένα πολιτικό λάθος!»
Καθοριστική στιγμή για την αναθεώρηση αυτής της στάσης υπήρξε η νεανική εξέγερση του 1968, όταν το ριζοσπαστικό κίνημα έθεσε, μεταξύ άλλων, δημόσια ερωτήματα για τη στάση της προηγούμενης γενιάς απέναντι στο χιτλερικό καθεστώς.
Ακολούθησε η είσοδος στην εκπαίδευση μιας νέας γενιάς δασκάλων που, σε αντίθεση με τους προκατόχους τους, δεν απέφευγαν να διδάξουν την ιστορία του ναζισμού.
Στη διαδικασία αυτή του αναστοχασμού συνέβαλε και η τηλεοπτική προβολή του αμερικανικού σίριαλ «Ολοκαύτωμα», εν έτει 1978 –η πρώτη φορά που η συστηματική εξολόθρευση των Εβραίων τέθηκε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης.
Την καταγγελία της σιωπής ολοκλήρωσε το έργο ριζοσπαστών νέων ιστορικών, που μετέφεραν πρώτη φορά στο ευρύ κοινό τη φωνή των θυμάτων του ναζισμού, κλονίζοντας την ένοχη συναίνεση των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.
Ηταν προφανές πως η στρατηγική της σιωπής είχε φάει πλέον τα ψωμιά της.
Την αναδιάταξη της επίσημης ιδεολογίας ανέλαβε, έτσι, η κορυφή της πολιτειακής εξουσίας: «Το 1985», μας εξηγεί η Χίλτρουντ Λότσε, βουλευτής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και αρμόδια για την «πολιτική μνημης» στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, «ο τότε πρόεδρος Ρίχαρντ Βαϊτσέκερ εκφώνησε λόγο με τον οποίο κατέστησε σαφές ότι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν υπήρξε ήττα αλλά η απαρχή μιας απελευθερωτικής διαδικασίας και για την ίδια τη Γερμανία. Απελευθέρωση από τη ναζιστική δικτατορία, η οποία επέτρεψε στο γερμανικό έθνος να επανέλθει στην κοινότητα των κρατών και των εθνών και να συμβάλει στην οικοδόμηση μιας ειρηνικής Ευρώπης. Αυτή η ερμηνεία είναι ευρύτατα διαδεδομένη σήμερα. [...] Δυστυχώς, δεν ήμασταν σε θέση να το φέρουμε αυτό σε πέρας με τις δικές μας δυνάμεις, αλλά χρειάστηκε η βοήθεια των συμμαχικών δυνάμεων για την ανατροπή εκείνης της τρομερής δικτατορίας».
Η πολιτικοϊδεολογική αυτή μετατόπιση έγινε καθολικά αντιληπτή χάρη σ’ ένα γραφειοκρατικό σύστημα που αναπαράγει πιστά τις εντολές της κεντρικής διοίκησης σε όλη την κλίμακα του κρατικού μηχανισμού.
Όπως μας ανέλυσε η ίδια βουλευτής, η διαχείριση των «μνημειακών τόπων» υπακούει σ’ ένα ενιαίο μοντέλο, επεξεργασμένο από το υπουργείο Πολιτισμού το 1999 και αναθεωρημένο το 2008, με κεντρική χρηματοδότηση από το υπουργείο Εξωτερικών και το Ομοσπονδιακό Ταμείο.
Όσο για την εμπέδωση αυτής της γραμμής στη βάση της κοινωνίας, η συνομιλήτριά μας διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις: «Δεν αρνούμαι πως υπάρχουν άνθρωποι σε τούτη τη χώρα, οι οποίοι εξακολουθούν να βλέπουν την 8η Μαΐου σαν μια μέρα ήττας».
Η φυσική συνέχεια ανάμεσα στο ναζιστικό και το μεταπολεμικό καθεστώς, στο επίπεδο τουλάχιστον του μικρομεσαίου στελεχικού δυναμικού, είναι κάτι που ομολογείται ανοιχτά, αν και σε μάλλον χαμηλούς τόνους.
Μια τυπική περίπτωση αυτής της συνέχειας επισημαίνεται σε ειδική προθήκη της έκθεσης του Ιστορικού Μουσείου για τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια: ο Καρλ Σουλτς, προπολεμικό στέλεχος της αστυνομίας κι εν συνεχεία του ναζιστικού κόμματος, των SA και των SS, με δράση στις δολοφονικές «ειδικές ομάδες» (Einsatzgruppen) των SS, ολοκλήρωσε μεταπολεμικά τη σταδιοδρομία του ως επικεφαλής της αστυνομίας στο κρατίδιο της Βρέμης˙ στον υπηρεσιακό φάκελό του, όλη η δράση του μεταξύ 1932 και 1945 έχει προσεκτικά απαλειφθεί.
Με δεδομένη τη μαζικότητα του παλιού καθεστώτος, η παραδοχή αυτής της συνέχειας διατυπώνεται από τους ταγούς της επίσημης ιδεολογίας όχι μόνο ως πρόβλημα, αλλά ενίοτε και ως θετική διαπίστωση.
«Πολλοί λειτουργοί του ναζιστικού καθεστώτος υπήρξαν ευτυχείς που οικοδόμησαν τη δημοκρατική Δυτική Γερμανία», αποφαίνεται χαρακτηριστικά ο Γκολτς, αντιδιαστέλλοντας αυτή την προσαρμογή στον επίσημο αντιφασισμό τής πάλαι ποτέ Ανατολικής Γερμανίας, που χρησιμοποιήθηκε «ως κρατικό δόγμα μιας επιτηρούμενης κοινωνίας».

Η μνήμη ως διακύβευμα


Στην πραγματικότητα, η σημερινή δημόσια εικόνα δεν πρόκυψε από μια κεντρικά σχεδιασμένη γραφειοκρατική επιλογή αλλά από έντονες πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις.
«Για να υπάρξει αυτός ο μεγάλος αριθμός μνημείων, κέντρων τεκμηρίωσης κ.λπ.», υπενθυμίζει η Μαρτίνα Φίσερ, «χρειάστηκε ν’ αγωνιστούν πολλοί άνθρωποι, προκειμένου ν’ αποτραπεί η χρήση των συγκεκριμένων χώρων για γκαράζ ή σούπερ μάρκετ και ν’ αποδοθούν στη σημερινή τους χρήση».
Το χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα αποτελεί η «Τοπογραφία του Τρόμου», το εξαιρετικό μουσείο που οικοδομήθηκε στον χώρο των παλιών αρχηγείων της Γκεστάπο και των SS, αντί για το αυτοκινητοδρόμιο και τις αθλητικές εγκαταστάσεις που είχαν αρχικά προγραμματιστεί.
Το πελώριο μνημείο του Βερολίνου «για τους δολοφονημένους Εβραίους της Ευρώπης» (2005) ακολούθησαν έτσι κάποια άλλα, λιγότερο επιβλητικά, για τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες που εξολοθρεύτηκαν συστηματικά από τους ναζί: ομοφυλόφιλους (2008), Τσιγγάνους (2012), διανοητικά ανάπηρους (2014).



Δικαίωμα στη μνήμη έχουν ακόμη και τα άψυχα, όπως πιστοποιεί το διακριτικό μνημείο της πλατείας Μπέμπελ για τα 25.000 «αντεθνικά» βιβλία που κάηκαν πανηγυρικά στις 10 Μαΐου 1933 μπροστά στο πανεπιστήμιο από τους φοιτητές του ναζιστικού κόμματος.
Για τη σχέση Ολοκαυτώματος και «πλειονοτικής» κοινωνίας, περισσότερο εύγλωττες αποδεικνύονται δύο άλλες συμβολικές αναπαραστάσεις.

Το σύμπλεγμα της οδού Ροζενστράσε, προς τιμήν της διαδήλωσης περίπου 200 Γερμανίδων που απαίτησαν –και απέσπασαν– την απελευθέρωση των συλληφθέντων Εβραίων συζύγων και γιων τους (27 Φεβρουαρίου 1943), συμπληρώνεται από το άγαλμα ενός «απλού πολίτη» που παρακολουθεί απαθώς τα τεκταινόμενα από την ασφάλεια του απομακρυσμένου παγκακιού του.
Εξίσου υπαινικτικοί, οι μπρούντζινοι κυβόλιθοι (Stolperstein) που έχουν φυτευτεί τα τελευταία χρόνια στο κατώφλι διαφόρων κτιρίων της πόλης, θυμίζουν όχι μόνο τα θύματα του Ολοκαυτώματος που κατοικούσαν κάποτε εκεί, αλλά και την αναγκαστική μεταβίβαση των κατοικιών (στους «Αρείους» νέους ιδιοκτήτες τους) που συνόδευσε –και διευκόλυνε– αυτή τη βίαιη εκκαθάριση.
Όπως είναι φυσικό, η αναμόχλευση αυτού του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος γεννά ουκ ολίγες δημόσιες αντιπαραθέσεις. Φαίνεται, μάλιστα, ότι παρόμοιοι διαξιφισμοί είναι ιδιαίτερα προσφιλείς στη γερμανική διανόηση.
Ακόμη και στην άκρως επίσημη επιμνημόσυνη τελετή της 7ης Μαΐου για τα δεκάχρονα του Μνημείου του Ολοκαυτώματος, τη μερίδα του λέοντος απέσπασε έτσι η επίμονη προσπάθεια των οργανωτών ν’ αποσπάσουν δηλώσεις μετανοίας απ’ όσους παράγοντες είχαν εκφράσει παλιότερα αμφιβολίες για το έργο.
Γεμάτη αντιφάσεις είναι η ιστορία και αρκετών παλιότερων μνημείων, η λειτουργία των οποίων υπέστη αλλεπάλληλους μετασχηματισμούς ανάλογα με τις πολιτικές εξελίξεις.
Το μαυσωλείο του 1815 για τους «εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες» των Πρώσων κατά του Ναπολέοντα μετατράπηκε έτσι διαδοχικά σε μνημείο του αγνώστου στρατιώτη (την περίοδο της Βαϊμάρης), των ηρώων (επί ναζισμού), αντιφασιστικής κι αντιπολεμικής μνήμης (κατά την πρώτη δεκαετία της ΓΛΔ), ξανά μνημείο του αγνώστου στρατιώτη αλλά και του «αγνώστου θύματος των στρατοπέδων συγκέντρωσης» (μεταξύ 1969 και 1989), για να καταλήξει σήμερα «μνημείο των θυμάτων του πολέμου και της δικτατορίας» – με έντονα χριστιανικούς συμβολισμούς, που δεν έγιναν αδιαμαρτύρητα αποδεκτοί.
Ανάλογες μεταποιήσεις επιφύλαξε η ιστορία και στα χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, που στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται ως χώροι κράτησης (το Σαξενχάουζεν απ’ τους Σοβιετικούς, το Νταχάου απ’ τους Αμερικανούς) ή στέγασης προσφύγων, προτού αναγορευθούν τη δεκαετία του 1960 «χώροι μνήμης».
Απτό αποτέλεσμα των ενδιάμεσων χρήσεων υπήρξε η κατεδάφιση μεγάλου μέρους των αρχικών εγκαταστάσεων και η συνακόλουθη άμβλυνση της αίσθησης που προκαλείται στον σημερινό επισκέπτη.

Θύτες και θύματα

Η γεωπολιτική αναβάθμιση της Γερμανίας μετά την ενοποίησή της το 1990 δεν έμεινε χωρίς συνέπειες.
Μια απ’ αυτές είναι η αυξανόμενη προβολή όσων ο «μέσος Γερμανός» υπέστη στη διάρκεια του πολέμου και η συνακόλουθη καλλιέργεια μιας συλλογικής μνήμης που λειτουργεί, αν όχι ευθέως ανταγωνιστικά, τουλάχιστον εξισορροπιστικά προς την αυτοκριτική για το ναζιστικό παρελθόν.
Ως εμβληματικότερη σχετική αναφορά επιστρατεύονται οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί του 1943-45 και κυρίως η πυρπόληση της Δρέσδης (13 Φεβρουαρίου1945), η επέτειος της οποίας έχει αναχθεί σε πανεθνική εκδήλωση της γερμανικής ακροδεξιάς.
Η επίσκεψή μας εκεί ήταν αρκετά διδακτική για την απόσταση που χωρίζει τη βαθιά γερμανική ενδοχώρα από τη φιλελεύθερη και κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα.
Ο πρώτος που αναγνωρίζει αυτή την πραγματικότητα είναι, παραδόξεως, ένας επαγγελματίας στρατιωτικός: ο συνταγματάρχης Ματίας Ρογκ, διευθυντής του τοπικού Μουσείου Στρατιωτικής Ιστορίας.
Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε τόνισε επανειλημμένα την ανάγκη κατάρριψης των «δημοφιλών μύθων» που, με αφετηρία τη χιτλερική προπαγάνδα της εποχής, εξακολουθούν να επιβιώνουν γύρω από την καταστροφή της πόλης – από τον αριθμό των θυμάτων (22.700-25.000 κι όχι 100.000, όπως αναφέρεται συχνά) και τη στρατιωτική σημασία του βομβαρδισμού («από τον σιδηροδρομικό σταθμό περνούσαν καθημερινά 20.000 στρατιώτες για το Ανατολικό Μέτωπο»), μέχρι τον σκληρό πυρήνα της εθνικής θυματολογίας: «Επισημαίνουμε πως η Δρέσδη δεν ήταν μόνο θύμα αλλά και θύτης. Ηταν μια φαιά πόλη, έδρα πολεμικής βιομηχανίας για την οποία δούλευαν 20 στρατόπεδα συγκέντρωσης».
Στην πανοραμική έκθεση του Αυστριακού καλλιτέχνη Γιάντεγκαρ Ασίσι για τον βομβαρδισμό, που φιλοξενείται στα περίχωρα, ο αισθητικός εντυπωσιασμός επιχειρείται ως εκ τούτου να εξισορροπηθεί διανοητικά με λεπτομερείς πληροφοριακούς πίνακες για το ναζιστικό παρελόν της Δρέσδης και τις προηγούμενες καταστροφές άλλων ευρωπαϊκών πόλεων από τη γερμανική αεροπορία (Γκερνίκα, Κόβεντρι).
Πρόθεση των δημιουργών ήταν να ερμηνεύσουν το μακελειό σαν αναπόδραστη συνέπεια του ολοκληρωτικού πολέμου που ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Γ΄ Ράιχ.
Η υποκειμενική ερμηνεία της όλης εμπειρίας από το ντόπιο κοινό που αγκάλιασε το έκθεμα, κυρίως ηλικιωμένους που συρρέουν με τα εγγόνια τους, παραμένει ωστόσο συζητήσιμη.
Δεν λείπουν και ακραίες μορφές αυτοθυματοποίησης, διά της ψυχολογικής οδού.
«Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός. Ποτέ δεν μπόρεσα ν’ ανακαλύψω τι έκανε. Υπήρξε πάντα σιωπηλός, πράγμα πολύ ύποπτο», εξομολογείται χαρακτηριστικά η ψυχίατρος Χέλγκα Σπράνγκερ, ιδρυτής της ΜΚΟ «Παιδιά του Πολέμου», για να καταλήξει ωστόσο στο συμπέρασμα όπως «είναι πολύ πιο εύκολο να είσαι το παιδί ενός θύματος παρά το παιδί ενός θύτη».
Στη φωτογραφική παρουσίαση της εισήγησης τής, εικόνες κρατουμένων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κι εργαλείων βασανισμού της Γκεστάπο επισκιάζονται από τους σωρούς των πτωμάτων που προκάλεσαν οι συμμαχικές βόμβες.

Τα όρια της ενοχής

Εκτός από τη σχετικοποίηση, αξιοσημείωτη ειναι επίσης η πολλαπλή επιλεκτικότητα της γερμανικής αυτοκριτικής για το παρελθόν.
Αν το Ολοκαύτωμα και τα έργα του «κομματικού» στρατού των SS καταδικάζονται ανεπιφύλακτα απ’ όλες τις εκδοχές του συνταγματικού τόξου, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη δράση της Βέρμαχτ, του «κανονικού» δηλαδή εθνικού στρατού που διεξήγαγε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μια βαθιά ριζωμένη μιλιταριστική παράδοση και οι επιταγές του Ψυχρού Πολέμου (η δημιουργία της Μπούντεσβερ το 1955 κι η στελέχωσή της με παλιούς αξιωματικούς της Βέρμαχτ) περιόρισαν εδώ σημαντικά την όποια μεταπολεμική κάθαρση, κατασκευάζοντας την ψευδή εικόνα ενός άσπιλου «επαγγελματικού» στρατού που άφησε στους κατακτημένους τις καλύτερες δυνατές αναμνήσεις.
Η δομική αμφισβήτηση αυτής της κατασκευής έγινε μόλις το 1995, με την έκθεση «Πόλεμος εξόντωσης. Τα εγκλήματα της Βέρμαχτ, 1941-1944» που επιμελήθηκε το Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας του Αμβούργου (βλ. «Ιός», 26.10.1997).
Έκθεση που προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο, κατηγορήθηκε από επιφανείς δημοσιογράφους σαν προπαγανδιστικό πόνημα «πρώην κομμουνιστών κι επιγόνων του 1968», η δε περιοδεία της στην ενδοχώρα αντιμετώπισε συχνά διαδηλώσεις βετεράνων, ακροδεξιών και λοιπών εθνικοφρόνων.
Παρ' όλα αυτά, το ταμπού έσπασε, για όσους τουλάχιστον ήταν διατεθειμένοι ν’ αντικρίσουν την κατάρρευση ενός ακόμη εθνικού μύθου.
Εξίσου προβληματική αποδεικνύεται η γεωγραφική επιλεκτικότητα της όποιας συλλογικής ενοχής. 
Αν η εξοντωτική φύση του πολέμου στην πρώην Σοβιετική Ενωση γίνεται πλέον διακριτικά παραδεκτή, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις αντίστοιχες επιδόσεις των κατοχικών στρατευμάτων λίγο νοτιότερα.
Η έκθεση του Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου για τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, που επισκεφθήκαμε, καλύπτει μεν 12 διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες, της ΕΣΣΔ συμπεριλαμβανομένης, αποφεύγει όμως προσεκτικά οποιαδήποτε αναφορά στα Βαλκάνια˙ απαντώντας σε σχετικό ερώτημά μας, η επιμελήτρια της έκθεσης Μάγια Πέερς αρνήθηκε φυσικά πως αυτή η παράλειψη ήταν συνειδητή πολιτική επιλογή, επισήμανε όμως ότι η απουσία ειδικά της Ελλάδας προκάλεσε αρνητικά σχόλια στα γερμανικά ΜΜΕ.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η «Δρέσδη 1945» του Ασίσι «ξεχνά» το βομβαρδισμένο Βελιγράδι και τους 3.000-4.000 κατοίκους του που βρήκαν τον θάνατο μέσα στο πρώτο τριήμερο της γερμανικής εισβολής (6-8.4.1941).
Η άνιση αυτή μεταχείριση των θυμάτων του ναζισμού και του γερμανικού μιλιταρισμού συνειδητοποιείται πάντως σταδιακά – εν μέρει χάρη σε εξωτερικές πιέσεις, όπως η τωρινή καμπάνια της ελληνικής κυβέρνησης για τις πολεμικές επανορθώσεις.
Το επισήμανε, με τον πιο πανηγυρικό τρόπο, ο ιστορικός Αουγκουστ Βίνκλερ κατά την επίσημη ομιλία που εκφώνησε στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο για την επέτειο της 8ης Μαΐου:
«Τοπωνύμια όπως Οραντούρ [στη Γαλλία] και Λίντιτσε [στην Τσεχία] είναι πιο γνωστά στη Γερμανία από το Κραγκούγιεβατς στη Σερβία, το Δίστομο στην Ελλάδα και το Μαρτζαμπότο στην Ιταλία. Αλλά και αυτά τα ονόματα –και είναι μόνο λίγα μεταξύ πολλών άλλων– αντιπροσωπεύουν σφαγές, οι οποίες έχουν συνέπειες ακόμη και σήμερα. Δεν υπάρχει καμιά ηθική δικαιολογία προκειμένου να μην κρατάμε ζωντανή την ανάμνηση παρόμοιων εγκλημάτων στη Γερμανία και να λησμονούμε τις ηθικές υποχρεώσεις που προκύπτουν από αυτά».
Παρακολουθώντας την τελετή από το θεωρείο, διαπιστώσαμε πως η αυτή τολμηρή παραδοχή χειροκροτήθηκε θερμά από μικρή μόνο μερίδα των βουλευτών.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε κι οι περισσότεροι υπουργοί επέδειξαν αντίθετα εμφανή δυσφορία, σε αντίθεση με τον ανοιχτό ενθουσιασμό τους για τις αντιρωσικές αναφορές του ομιλητή στις πρόσφατες εξελίξεις της Ουκρανίας.
Ακόμη πιο αποκαλυπτική για τα όρια αυτού του αναστοχασμού αποδεικνύεται η αρνητική αντιμετώπιση του αιτήματος για συμβολική –έστω– αναγνώριση της μαζικής εξόντωσης των ιθαγενών της Ναμίμπια από τις γερμανικές αποικιακές αρχές το 1904-1909.
Κάθε φορά που ο συνταξιδιώτης μας Ελβις Μουραρανγκάντα, δημοσιογράφος της εφημερίδας «Namibian Sun», έθετε το ζήτημα, οι επίσημοι συνομιλητές μας απαντούσαν μ’ ένα ευγενικό αλλά κατηγορηματικό «όχι».
Ακόμη και για το στοιχειώδες αίτημα της ανέγερσης ενός μικρού μνημείου που να θυμίζει τους 60.000-80.000 Χερέρο και Νάμα (τα 3/4 του τότε πληθυσμού) που χάθηκαν στα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης του εικοστού αιώνα˙ μοναδική εξαίρεση –κι εδώ– ο διευθυντής του Πολεμικού Μουσείου, που «δεν απέκλεισε» το ενδεχόμενο να περιληφθεί κι αυτό το έγκλημα σε κάποια μελλοντική έκθεση.
Αν μη τι άλλο, οι φυλετικές ιεραρχήσεις που εισήγαγε η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία (και που ο ναζισμός προέκτεινε μέχρι την τελική, αποτρόπαιη συνέπειά τους) εξακολουθούν έστω και υπόρρητα να επιβιώνουν στον σκληρό πυρήνα της γηραιάς ηπείρου...

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Παιδεία και κοινωνικό περιβάλλον, του Ν. Πουλαντζά (Ομιλία του πριν 40 χρόνια!) (*)

Το κείμενο πού ακολουθεί είναι, ή εισήγηση του κοινωνιολόγου Νίκου Πουλαντζά  στη «Συνδιάσκεψη για την Παιδεία», που  οργανώθηκε από  τους συλλόγους Διπλωματούχων Μηχανικών τον Μάιο του 1975 στο  Ε.Μ.Π.
Αρχίζοντας την ομιλία αυτή μέσα σένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα και γνωρίζοντας πόσο όσοι βρίσκονται σ’ αυτό έχουν την τάση να υπερτιμούν τον κοινωνικό ρόλο του, θα σημειώσω δύο πράγματα:
α) Ότι οι βασικές κοινωνικές αλλαγές γενικά δεν εξαρτώνται βασικά από την Παιδεία, αλλά παίζονται άλλου.
β) Ότι οι αλλαγές στην ίδια την Παιδεία εξαρτώνται βασικά από αλλαγές σε άλλους, βασικότερους κοινωνικούς τομείς.

1. Ρόλος της Παιδείας (δημοτικό, γυμνάσιο, πανεπιστήμιο) σε σχέση με τις κοινωνικές τάξεις
Αυτό είναι το πρωταρχικό πρόβλημα. Το σχολικό σύστημα είναι ένας μηχανισμός αναπαραγωγής των ταξικών διαφορών, κυρίως όντας ένας  μηχανισμός πού κατανέμει τούς συγκεκριμένους ανθρώπους ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές τάζεις.

Τί όμως εννοούμε, με αυτό; Για να έχουμε μια παραστατική εικόνα, θα πω ότι οι παραγωγικές σχέσεις, σε μια κοινωνία, γενικά, προσδιορίζουν ορισμένες θέσεις, τις  οποίες καταλαμβάνουν διάφορα άτομα. Στο καπιταλιστικό σύστημα οι δύο βασικές θέσεις είναι το κεφάλαιο και ή μισθωτή εργασία. Αυτές πληρώνονται από ορισμένα άτομα και δίνουν την αστική τάξη και την εργατική τάξη. Αλλά βέβαια, κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με την μικροαστική τάξη, με τις αγροτικές τάξεις κ.λ.π.

Το πρόβλημα στο καπιταλιστικό σύστημα είναι το ακόλουθο: Ποιά άτομα θα γίνουν αστοί, μικροαστοί, εργάτες κ.λ.π. Γιατί εδώ δεν έχουμε τα προηγούμενα κοινωνικά συστήματα, όπου κάθε ένας άνηκε από γεννησιμιού του τυπικά σε μια τάξη, όπως δούλος ή ελεύθερος π.χ. ή όπως στη φεουδαρχική τάξη.

Τυπικά, ένα άτομο δεν γεννιέται αστός, εργάτης, μικροαστός ή χωριάτης, αλλά  γίνεται.   Πού πάει να πει ότι ένας μικροαστός, μπορεί να γίνει αστός και αντίθετα κ.λ.π. Χρειάζεται ένας μηχανισμός ιδιαίτερος πού να κατανέμει  τα άτομα στις θέσεις. Οι δύο βασικοί τέτοιοι μηχανισμοί είναι ή οικογένεια και το σχολικό σύστημα.

Ας δούμε τον περιορισμένο ρόλο του σχολικού συστήματος στις κοινωνικές αλλαγές. Πρώτα, δεν είναι τυχαίο ότι το σχολικό σύστημα κατανέμει ή κάνει, στη μεγάλη πλειοψηφία τούς εργάτες από παιδιά εργατών, τούς αστούς από παιδιά αστών κ.λ.π.

Αλλά ακόμα και αν πάρουμε την παράλογη υπόθεση ενός «απόλυτου εκδημοκρατισμού» του σχολικού συστήματος σε μια καπιταλιστική κοινωνία, ενός συστήματος πού θα έκανε δυνατή την απόλυτη κινητικότητα των ατόμων ανάμεσα στις θέσεις των κοινωνικών τάξεων.

Ας υποθέσουμε δηλαδή, ότι μέσα από ένα απόλυτα εκδημοκρατισμένο σχολείο, απ’ τη μια γενιά στην άλλη, όλα τα παιδιά αστικών οικογενειών γινόντουσαν εργάτες και τη θέση των αστών, τού κεφαλαίου, την καταλάμβαναν παιδιά εργατών. Τίποτα το βασικό δεν θα είχε αλλάξει στον καπιταλισμό, μόνο τα πρόσωπα. Το θέμα λοιπόν είναι πώς θα καταργηθεί ή εκμετάλλευση .

Το σχολικό σύστημα έχει περιορισμένο ρόλο σαν κατανεμητικό σύστημα. Στο πλάι του σημαντικό ρόλο παίζει και ή οικογένεια.
Μέσα στο σχολικό σύστημα, είναι περιορισμένος, απ’ αυτή την άποψη, ο ρόλος ειδικά της ανώτατης εκπαίδευσης. Ο βασικός ρόλος ανήκει στην κατώτερη εκπαίδευση κι έπειτα στην μέση. Εκεί παίζονται όλα και αποφασίζονται τα περισσότερα πράγματα. Το γεγονός αυτό έχει αρχίσει να γίνεται αποδεκτό, όμως έτσι εξηγείται άπλα με τον παράγοντα ηλικία. Χρειάζεται πιο βαθειά ανάλυση.

Πράγματι ποιά είναι ή εικόνα πού μας εμφανίζουν, απ’ αυτήν την άποψη, για το σχολικό σύστημα:
Μας παρουσιάζουν ένα σύστημα με βαθμίδες, όπου κάθε βαθμίδα είναι ενοποιημένη: Ανώτερη – Μέση – Κατώτερη.
Μας λένε πώς κάθε βαθμίδα είναι ενοποιημένη κι’ ότι μέσα σ’ αυτή, μέσα στο σχολείο, οι δυνατότητες είναι ίσες για όλους. Για το πέρασμα από τη μία βαθμίδα στην άλλη, γίνεται επιλογή με τούς διαγωνισμούς και τις εξετάσεις, οπότε: «οι καλύτεροι περνούν και νικούν».

Ή προοδευτική κριτική εντοπίζει την αίτια του γεγονότος της επιλογής στο ότι οι δυνατότητες, λόγω του κοινωνικού περιβάλλοντος των διαφόρων παιδιών, είναι άνισες. Δηλαδή αίτιες είναι οι εξωσχολικοί παράγοντες.

Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε την άποψη ότι ή επιλογή αυτή γίνεται μέσα στο ίδιο το σχολικό σύστημα (παράλληλα βέβαια από την οικογένεια). 0ι εισιτήριες εξετάσεις στο πανεπιστήμιο δίνονται βασικά και σε πλειοψηφία, πολύ νωρίτερα, ήδη απ’ το δημοτικό. Δεν υπάρχουν οριζόντιες διακριτές και ενοποιημένες βαθμίδες, παρά κάθετα κυκλώματα.

Ένα για τούς εργάτες και για ορισμένους μικροαστούς (υπάλληλοι) και ένα για τούς αστούς και τα ελεύθερα επαγγέλματα (ανώτερη μικροαστική τάξη). Τα δύο αυτά κυκλώματα διασχίζουν εξ’ υπαρχής όλη την Παιδεία. Σ’ αυτά τα κυκλώματα ορισμένα σχολεία (δημοτικά και γυμνάσιο) είναι στο ένα κύκλωμα, άλλα στο άλλο.

Στατιστικά μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών πού μπαίνουν σε ορισμένα δημοτικά και γυμνάσια έχουν ήδη στην τσέπη τους το εισιτήριο για το Πανεπιστήμιο. Άλλα, πού μπαίνουν σε διαφορετικά, το αντίθετο. Βέβαια είναι τελείως φυσικά τα περάσματα από το ένα κύκλωμα στο άλλο.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτοί πού πηγαίνουν στο Α σχολείο του Α κυκλώματος είναι οι πλούσιοι, οι αστοί. Αυτό όμως δε συμβαίνει πάντα. Παράδειγμα, το Πειραματικό, όπου πηγαίνουν παιδιά αστών, όχι όμως μόνο. Το ίδιο και το Βαρβάκειο. Τα παιδιά όμως πού πάνε εκεί, όντως διαχωρίζονται ήδη, για το μέλλον, ταξικά από άλλα.

Ανάφερα το ρόλο του σχολικού συστήματος και εδικά της ανώτατης Παιδείας σαν περιορισμένο σχετικά μ’ άλλα. Όμως παίζει ωστόσο ένα   σημαντικό   ρόλο. Δεν καθορίζονται όλα απ’ την οικογένεια και την προέλευση.

2. Παιδεία και κοινωνικό περιβάλλον
Θα αναφερθώ στη σχέση της παιδείας με την οικονομία, σημειώνοντας ότι όταν λέω οικονομία δεν την αντιδιαστέλλω προς τις κοινωνικές σχέσεις. Οι κοινωνικές σχέσεις ενυπάρχουν στην οικονομία.
α) Υπάρχει στενή σχέση, όμως όχι άμεση παρά έμμεση. Περνάει μέσα από την αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων και των κοινωνικών διαφορών.
β)  Υπάρχει ή αντίληψη σε προοδευτικούς ανθρώπους και συχνά και σοσιαλιστές, για την περίφημη αναδιάρθρωση της Παιδείας, ώστε να προσαρμοστεί στην οικονομία:   Ο   εκσυγχρονισμός της Παιδείας.

Είναι ο σύγχρονος τεχνοκρατισμός. Τον βρίσκουμε στους προοδευτικούς, όμως υπάρχουν και σοσιαλιστές πού συμμερίζονται αυτή την άποψη. Πρόκειται για ένα μαρξιστικό οικονομισμό. Υποστηρίζουν πώς θα μπορούσε να υπάρχει μια οικονομική διαδικασία ταξικά ουδέτερη, καθ’ εαυτή. Το ξεδίπλωμα και ή πρόοδος των περίφημων παραγωγικών δυνάμεων θα έφερνε καθ’ εαυτή το σοσιαλισμό ή θα εμπεριείχε εν δυνάμει σοσιαλιστικά σπέρματα. Θα ήταν προοδευτική καθ’ εαυτή. Το να προσαρμοστεί λοιπόν η Παιδεία στις παραγωγικές δυνάμεις, στην οικονομία, θα ήταν ταυτόχρονα προοδευτικό εκσυγχρονιστικό και σοσιαλιστικό μέτρο.

Όμως δεν υπάρχει οικονομία καθ’ εαυτή. Υπάρχει καπιταλιστική οικονομία, σοσιαλιστική οικονομία και οικονομία μετάβασης στο σοσιαλισμό. Δεν υπάρχουν παραγωγικές δυνάμεις καθ’ εαυτές, παρά κάτω από δοσμένες παραγωγικές σχέσεις. Έτσι έχουμε καπιταλιστικές παραγωγικές δυνάμεις, σοσιαλιστικές παραγωγικές δυνάμεις.

Ζούμε σε μια καπιταλιστική κοινωνία. Το κύριο θέμα: τί επιστημονικό δυναμικό έχει ακριβώς ανάγκη ή οικονομία και ή κοινωνία μας; Δίνουμε δύο παραδείγματα.

Χρειάζονται περισσότεροι γιατροί. Σωστά, αλλά από την άποψη των λαϊκών τάξεων. Ή καπιταλιστική σημερινή οικονομία, έστω και εκσυγχρονισμένη στην Ελλάδα, χρειάζεται περισσότερους γιατρούς;

Η καπιταλιστική οικονομία έχει ανάγκη από ιατρική σαν απλή αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, όπου χρειάζεται. Στην Ελλάδα, εκεί πού χρειάζεται είναι υπεραρκετή, από την άποψη βέβαια των καπιταλιστικών συμφερόντων.

Περισσότεροι πολιτικοί μηχανικοί: τούς χρειάζεται ή οικονομία:  Εδώ βλέπουμε την εξάρτηση από τις   πολιτικές     επιλογές   της εξουσίας.  Εξαρτάται από το αν πρέπει να χτίζουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό.

Εδώ παρεμπιπτόντως σημειώνω για τον περίφημο προγραμματισμό: Δεν υπάρχει ένας ουδέτερος προγραμματισμός για έναν ουδέτερο «εκσυγχρονισμό» της κοινωνίας. Βέβαια με ορισμένη έννοια, μπορεί να είναι προοδευτικός. Αυτό εξαρτάται από τη φύση της πολιτικής εξουσίας από τούς στόχους της.

Όμως οι κίνδυνοι από την έννοια του εκσυγχρονισμού είναι ακόμα περισσότεροι. Τί σημαίνει   σήμερα προσαρμογή της ανώτατης παιδείας στην οικονομία; Σήμερα περνάμε μια δομική κρίση του καπιταλισμού κι’ όχι άπλα συγκυριακή. Μια από τις επιπτώσεις ή τα χαρακτηριστικά της, είναι ή ανεργία στον τομέα του επιστημονικού δυναμικού, της διανοητικής εργασίας.

Αυτό είναι καινούργιο φαινόμενο πού εμφανιζόταν μέχρι τώρα στην κυρίως εργατική δύναμη, τη χειρωνακτική. Στη διανοητική εργασία εμφανιζόταν μόνο συγκυριακά. Τώρα έχουμε δομική ανεργία στη διανοητική εργασία, πράγμα πού σημαίνει εφεδρική στρατιά άνεργων στη διανόηση (τεχνικοί, φυσικοί κλπ).

Τα αίτια αυτού του φαινομένου είναι: 1) Η αυτοματοποίηση και 2) Ο σχετικός εκδημοκρατισμός της ανώτατης Παιδείας πού επιβλήθηκε στην αστική τάξη. Τούτο συνοδεύεται συχνά από την έλλειψη εργατικής δύναμης στη χειρωνακτική εργασία.

Άρα τί σημαίνει προσαρμογή της ανώτατης Παιδείας στη σημερινή οικονομία; Είναι απλούστατο και το βλέπουμε στις προσπάθειες των κυβερνήσεων των καπιταλιστικών χωρών (Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Σουηδία κ.λ.π.). Τί σημαίνει απ’ αυτή την άποψη εκσυγχρονισμός της Παιδείας; Σημαίνει αναμφισβήτητα δρακόντειο περιορισμό του αριθμού των φοιτητών, αύξηση της επιλογής, αύξηση σημαντική των εμποδίων για την εισαγωγή στην Ανώτατη Παιδεία. Όλα αυτά αποδείχνουν πώς πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τις έννοιες του εκσυγχρονισμού και της προσαρμογής

Αλλά ας πάμε και παραπέρα. Είδαμε τον κίνδυνο πού ενέχει ή προσαρμογή. Αλλά, επί τέλους, όλοι δεν είναι σοσιαλιστές. Ίσως πολλοί να θεωρούν αυτή την προσαρμογή, τον οικονομικό αυτό εκσυγχρονισμό, ευκταίο. Μπαίνει εδώ ένα άλλο πρόβλημα: Είναι δυνατή ή απόλυτη προσαρμογή του σχολικού συστήματος στην καπιταλιστική οικονομία; Όχι ευκταία, αλλά δυνατή, επιτεύξιμη;

Θα έλεγα όχι, ή μάλλον είναι δυνατή σ’ ένα πολύ περιορισμένο βαθμό. Παρεμπιπτόντως το σχολικό σύστημα είναι γενικά ο κρατικός μηχανισμός πού από τότε πού υπήρξε, βρίσκεται σε συνεχή αναμόρφωση.

Ό πρώτος λόγος είναι πώς στο καπιταλιστικό σύστημα υπάρχει μια δομική διάσταση αναγκαία ανάμεσα στο σχολικό σύστημα και στην οικονομία, πού δεν μπορεί να καλυφθεί πέρα από ένα οριακό σημείο, από καμιά προσαρμογή. Γιατί συμβαίνει αυτό;
α)  Ή  αναρχία   τής  οικονομίας πού χαρακτηρίζει  τον  καπιταλισμό: Συγκεκριμένα, εδώ η αναρχία της αγοράς εργασίας, δηλαδή της εργατικής δύναμης πού μορφοποιεί το σχολικό σύστημα και της εργατικής δύναμης πού ζητάει ή οικονομία. Δηλαδή ή εργατική δύναμη, ή διανοητική πού έχει ανάγκη ή οικονομία, αλλάζει πέρα από ένα σημείο κατά τρόπο απρόβλεπτο και συγκυριακό. Για παράδειγμα στις θετικές επιστήμες: Για μια στιγμή αναζητούνται πολλοί επιστήμονες. Ο αυτοματισμός οδηγεί σε ξαφνική ανεργία. Αυτό συμβαίνει περισσότερο σε μια εξαρτημένη οικονομία σαν τη δική μας, πού την πορεία της καθορίζουν τα συμφέροντα των πολυεθνικών.

Βέβαια στο σημερινό στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, πού συχνά τον ονομάζουν κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό, υπάρχει μια ορισμένη πρόβλεψη, ό προγραμματισμός. Αλλά, αντίθετα από την τεχνοκρατική αντίληψη του προγραμματισμού, από τον Κέϋνς στον Γκαλμπραίηθ, ότι τάχα αίρει την αναρχία της οικονομίας, την αναπαράγει μακρόχρονα. Παράδειγμα ή σημερινή κρίση.

β) Η δομική διάσταση. ανάμεσα στο καπιταλιστικό σχολικό σύστημα και την παραγωγή.
Αναφέρεται στην καπιταλιστική διάσταση, στον καπιταλιστικό διαχωρισμό, ανάμεσα στην πνευματική (διανοητική) εργασία και στην τεχνική πραγματική εργασία μέσα στη διαδικασία παραγωγής. Το σχολικό σύστημα, το πανεπιστήμιο, αναπαραγάγει κυρίως την διανοητική εργασία, διαχωρίζοντας την συνεχώς από την τεχνική εργασία και την χειρωνακτική. Κι’ αυτό όχι μόνο στις κοινωνικές επιστήμες, αλλά και στις φυσικές ή θετικές επιστήμες.

Για παράδειγμα, πόσοι από τούς μηχανικούς, πόσοι από τούς φυσικούς, και χημικούς, τούς γιατρούς, για να μη μιλήσουμε για τούς νομικούς κλπ., δεν αισθάνθηκαν ότι στα πανεπιστήμια και πολυτεχνεία αποχτούν θεωρητικές γνώσεις πού δεν τούς προετοιμάζουν καλά στην πραγματική τους εργασία; Και ότι τελικά έμαθαν την πραγματική πρακτική τους εργασία, πάνω στην άσκηση, έξω από τα πανεπιστήμια κ.λ.π.;

Το ίδιο θα έχουν αισθανθεί και οι φοιτητές των τεχνικών σχολών. Αυτό όμως αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, ένα δομικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού σχολικού συστήματος και όχι ένα φαινόμενο συγκυριακό, πού θα μπορούσε να αρθεί με ένα οποιονδήποτε εκσυγχρονισμό της καπιταλιστικής Παιδείας.

γ) Είπαμε ότι το σχολικό σύστημα αποτελεί μέρος του κρατικού μηχανισμού. Όπως και όλος ο κρατικός μηχανισμός, δεν αποτελεί ένα απλό εργαλείο ή μηχανή στα χέρια της αστικής τάξης, πού να τον χειρίζεται ελεύθερα, όπως θέλει, σύμφωνα με μια παλιά μηχανιστική μαρξιστική αντίληψη περί κράτους.

Ό καπιταλιστικός κρατικός μηχανισμός, βέβαια, εκφράζει αντικειμενικά τα μακροχρόνια συμφέροντα της αστικής τάξης. Αλλά έχει μια ιδιαίτερη σχετική αυτονομία πάντα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το σχολικό σύστημα, πού αποτελεί έναν ιδεολογικό κρατικό μηχανισμό και πού έχει μια ακόμα μεγαλύτερη αυτονομία από τον καταπιεστικό μηχανισμό (στρατός, αστυνομία, δικαιοσύνη, διοίκηση, κλπ.).

Ένας από τούς κυρίους λόγους είναι το ότι το κράτος εκφράζει ένα συσχετισμό δυνάμεων και ταξικής πάλης και αντανακλά την αντίθεση των καταπιεζομένων κοινωνικών τάξεων στην αστική εξουσία. Αυτό ισχύει  ιδιαίτερα  για το σχολικό σύστημα. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;

Ας ξαναγυρίσουμε στον κατανεμητικό ρόλο του σχολικού συστήματος. Αυτός ο ρόλος είναι πολύ περιορισμένος για την αστική τάξη και την εργατική τάξη: τα παιδιά τους γίνονται μέσα απ’ το σχολικό σύστημα, σε μεγάλη πλειοψηφία, αστοί ή εργάτες. Διαφορετικά είναι τα πράγματα με την μικροαστική τάξη. Είναι ή τάξη πού παρουσιάζει τη σχετικά μεγαλύτερη (αν και καθ’ εαυτή περιορισμένη) κινητικότητα, ανιούσα και κατιούσα.

Δηλαδή το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών μικροαστικών οικογενειών (εμποροϋπάλληλοι, υπάλληλοι γραφείων, τραπεζών, του δημοσίου, σε ελεύθερα επαγγέλματα κλπ.), μέσω  του σχολείου γίνονται αστοί ή εργάτες. Ιδιαίτερη σημασία έχει ή ανιούσα κινητικότητα. Δημιουργεί ψευδαισθήσεις στους μικροαστούς ότι μέσω του σχολικού συστήματος οι «καλύτεροι» και οι «πιο άξιοι» (και ποιοί γονείς δεν πιστεύουν ότι τα παιδιά τους είναι τα πιο άξια) θα καταφέρουν να ανέλθουν κοινωνικά, να γίνουν αστοί και σεβαστοί πολίτες. Στατιστικά βέβαια αυτό αποδείχνεται λαθεμένο.

Στην Ελλάδα παρουσιάζεται ένα τελείως ιδιαίτερο φαινόμενο και με την αγροτιά. Για ιστορικούς λόγους πολύπλοκους μιας εξαρτημένης κοινωνίας, παρατηρούμε μια ανιούσα κινητικότητα και ψηλή πρόσβαση στην ανώτατη παιδεία παιδιών από κατώτερες τάξεις, σε σχέση με τα άλλα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη.

Είναι πολύ «δημοκρατική» απ’ αυτή την άποψη. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ή αστική τάξη, για να άρχει, έχει ανάγκη από συμμαχίες ορισμένων καταπιεζόμενων κοινωνικών τάξεων, ή τουλάχιστον από μια ορισμένη ανοχή τους. Αυτό εξασφαλίζεται από το σχολείο για την μικροαστική τάξη και την αγροτιά.

Η μικροαστική τάξη, ή αγροτιά και ή εργατική τάξη στην Ελλάδα είναι ριζικά αντίθετες σε προσπάθειες της αστικής τάξης να προσαρμόσει το σχολικό σύστημα στις «ανάγκες της οικονομίας» και στις ανάγκες της.

Πού σημαίνει να ανακόψει με μια δρακόντεια επιλογή, αυτή την πρόσβαση, και να διακόψει τον πανεπιστημιακό πληθωρισμό. Το προσπάθησε συνειδητά και με συνέπεια ο Ελευθέριος Βενιζέλος ο ίδιος και δεν τα κατάφερε. Εξ άλλου αυτή ή πρόσβαση γίνεται χωρίς κρατική ενίσχυση (υποτροφίες), παρά απ’ το υστέρημα των οικογενειών, πράγμα πρωτοφανές για ευρωπαϊκά δεδομένα.

Ο κύριος λόγος της αδυναμίας της αστικής τάξης είναι ότι δεν μπορεί να πάρει μέτρα ριζικά πού θα ξεσήκωναν κυριολεκτικά τούς μικροαστούς και την αγροτιά ενάντια της.
Πρέπει πάντα βέβαια να παίρνουμε υπόψη ότι το κύριο στοιχείο πού καθορίζει αυτή τη στάση είναι οι φοιτητικοί αγώνες.  Εδώ  βλέπουμε ένα ακόμα λόγο για τη δομική αδυναμία ολικής και απόλυτης προσαρμογής του σχολικού συστήματος και της ανώτατης παιδείας στην καπιταλιστική οικονομία, δηλαδή του περίφημου «εκσυγχρονισμού» του.

3. Ο  κοινωνικός ρόλος του σχολικού συστήματος
Μετά απ’ όσα είπαμε, ας δούμε τον κοινωνικό ρόλο του σχολικού συστήματος.  Ο βασικός του ρόλος είναι:
α. Σαν κατανοητικός μηχανισμός να διαιωνίζει, να εξασφαλίζει και να αναπαράγει τη διαίρεση των τάξεων, δηλαδή την άρχουσα τάξη και τις καταπιεζόμενες τάξεις. Τα παιδιά των αστών – εργατών και σε μικρότερο βαθμό των μικροαστών και αγροτών, καταλήγουν στην τάξη των γονιών τους ή τα παιδιά των αγροτών γίνονται εργάτες, ανήκουν όμως πάλι στις καταπιεζόμενες τάξεις.

β. Να διασφαλίζει την ταξική καταπίεση, όχι μόνο σαν κατανεμητικός μηχανισμός, αλλά και με τη διαμόρφωση, τη διαίρεση και την επιβολή της αστικής ιδεολογίας. Μια τάξη, ή αστική, δεν προσδιορίζεται μόνο οικονομικά, σαν εκμεταλλευτής των εργαζόμενων και με την κυριότητα των μέσων παραγωγής. Είναι αναγκαία ή ύπαρξη της άρχουσας ιδεολογίας, γιατί απλούστατα δεν μπορεί να άρχει μόνο με τη βία. Εδώ είναι γνωστά τα θέματα: το περιεχόμενο της παιδείας, ή ιδεολογία, ή πνευματική αστυνομοκρατία. Κι’ αυτό δεν γίνεται μόνο στις κοινωνικές επιστήμες, παρά και στις τεχνικές. Δεν είναι  ουδέτερες αυτές. Σήμερα ο τεχνοκρατισμός είναι ή άρχουσα ιδεολογία της αστικής τάξης.

γ. Με την εσωτερική του δομή, ιεραρχική, αντιδημοκρατική, γραφειοκρατική, αυταρχική, να φτιάχνει όσο μπορεί όχι πολίτες υπευθύνους και ελεύθερους, αλλά πολίτες της υποτέλειας. Πού να μαθαίνουν πειθήνια υπακοή στις «αρχές».

δ. Διαιωνίζει και αναπαράγει τη διαίρεση μεταξύ διανοητικής (πνευματικής) εργασίας και χειρωνακτικής εργασίας, πού είναι μια από τις βάσεις της ιδεολογικοπολιτικής καταπίεσης της εργατικής τάξης.

Όσο ανεβαίνουμε στο σχολικό σύστημα τόσο ισχύει αυτό περισσότερο, κι’ όχι μόνο επειδή τα παιδιά των εργατών – αγροτών αποκλείονται. Το σχολικό σύστημα στηρίζεται  (όσο ανεβαίνουμε) σε μια μορφοποίηση πού περιφρονεί συστηματικά, τη χειρωνακτική εργασία, πού εκτιμά και δοξολογεί αποκλειστικά και μόνο τη «διανοουμενίστικη μόρφωση» και τις περίφημες «γνώσεις» πού φτιάχνει ανθρώπους πού περιφρονούν το «άξεστο εργατικό δυναμικό», τούς «αγράμματους», με την έννοια ότι δεν πέρασαν από όλες τις βαθμίδες της Παιδείας.

Αυτή είναι μια απ’ τις βάσεις για να διαχωρίσει και να διασπάσει η αστική τάξη τούς μικροαστούς από τούς εργάτες και τούς αγρότες. Μια από τις πτυχές αυτής της προσπάθειας ήταν ή αντιπαράθεση της δημοτικής και της καθαρεύουσας.

Αλλά το πρόβλημα δεν σταματάει εκεί. Δεν υπάρχει μόνο αυτή ή διάκριση διανοητικής-χειρωνακτικής εργασίας. Η διαίρεση αυτή αναπαράγεται, με τρόπο ειδικό, μέσα σε κάθε σκέλος της, και ιδιαίτερα μέσα στη διανοητική εργασία.

Μερικές διανοητικές εργασίες και διαδικασίες θεωρούνται σαν οι «χειρωνακτικές εργασίες», της διανόησης, με την κοινωνικοϊδεολογική έννοια του όρου. Για παράδειγμα μέσα στο ίδιο το πανεπιστημιακό σύστημα ή διάκριση ανάμεσα στα Πανεπιστήμια και στην Πάντειο, την ΑΣΟΕΕ κ.λ.π. το Πολυτεχνείο και τα διάφορα μικρά Πολυτεχνεία.

Είναι ή λογική της συνεχούς διαίρεσης, του διαίρει και βασίλευε για την αστική τάξη.
ε. Τέλος, σ’ αυτό το έτος της γυναίκας, πρέπει να σημειώσουμε ότι το σχολικό σύστημα γενικά,  όσο ανεβαίνει, τόσο περισσότερο διαιωνίζει και αναπαραγάγει τη φυλετική διάκριση, σ’ όλες τις μορφές, άνδρα-γυναίκας, υπέρ του άντρα. Το μονοπώλιο της γνώσης, του λόγου, της γραφής είναι υπέρ του άνδρα. Στο διδακτικό προσωπικό οι γυναίκες, πού είναι άξιες, το πολύ-πολύ να γίνουν δασκάλες. Είναι χαρακτηριστικός ό αριθμός των πανεπιστημιακών καθηγητών.

Στο φοιτητικό χώρο έχουμε ανάλογα φαινόμενα, κι’ αυτό λόγω της ίδιας της δομής των Πανεπιστημίων. Ή κατάσταση δεν μπορεί να αλλάξει, χωρίς αλλαγές της δομής των Πανεπιστημίων, δομής βαθειά αντιδημοκρατικής. Και ή αντιδημοκρατική δομή ενισχύει αναπόφευκτα τούς ισχυρότερους άνδρες. Η εκμετάλλευση της γυναίκας από τον άνδρα έχει τις βάσεις της στην ταξική διαίρεση, αλλά την  ξεπερνά κατά πολύ.

Νομίζω, ότι πέρα από τον ρόλο του σχολικού συστήματος ή ανώτατη εκπαίδευση διαιωνίζει τις κοινωνικές τάξεις, τις διαμορφώσεις, με συνεχώς ανανεούμενες μορφές.

Αυτά είχα να πω, τελείως περιληπτικά. Θα τελειώσω, λέγοντας ότι ή μάχη για τον εκδημοκρατισμό των Πανεπιστημίων, έχει τεράστια σημασία μέσα σ’ αυτόν τον ειδικό χώρο, ανάλογα με άλλα θέματα πού έχει το σχολικό σύστημα και στα Πανεπιστήμια.

Φαντάζομαι, λοιπόν, έναν εκδημοκρατισμό με στρατηγική «περάσματος» σε μια ανεξάρτητη κοινωνία και όχι απλώς εκσυγχρονισμό στο σχολικό σύστημα και ειδικότερα στα Πανεπιστήμια.

«Δεν βόσκει κανείς ατιμώρητος στα λιβάδια της αστικής τάξης, δεν σπουδάζει ατιμώρητος στα πανεπιστήμιά της, δεν διαβάζει ατιμώρητος τα βιβλία της, δεν χρησιμοποιεί ατιμώρητος τις επιστήμες της… σχεδόν ανεπαίσθητα, καταπίνει το’ δηλητήριο της, παραλύει…»
Κάριν Στρούκ. Ταξική Αγάπη

(*)  Ό Νίκος Πουλαντζάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1936 και τερμάτισε τη  ζωή του στο Παρίσι τον  Οκτώβριο του 1979. Είχε σπουδάσει Νομική, Φιλοσοφία και Κοινωνιολογία στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, Μονάχου και Παρισιού και είχε διδάξει σαν Καθηγητής στα Πανεπιστήμια Παρισιού, Βενσέν, Φραγκφούρτης και στην Πάντειο.Η θεωριτική του συμβολή στα θέματα του κράτους, θεωρείται σημαντική. 
mavrhlista