ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Βία και πολιτική: Από τον Μαρξ στον Παπαμιμίκο (και πάλι πίσω) !!!

Δεν πάνε πολλά χρόνια από τότε που η Δεξιά χρησιμοποιούσε τον Μαρξ ως τεκμήριο εγγραμματοσύνης και «κεντρώου» προσανατολισμού.

«Διάβαζα με επιμονή και υπομονή τους αριστερούς στοχαστές. Και το λέω αυτό γιατί πραγματικά θέλει πολύ κουράγιο να διαβάσει κανείς ολόκληρο το…Κεφάλαιο του Μαρξ […] Διάβαζα τους στοχαστές αυτούς όχι μόνο για να γνωρίζω την “άλλη πλευρά”, αλλά γιατί πίστευα -και πιστεύω ακόμη- ότι στα κείμενα αυτά υπάρχει μια μεγάλη αλήθεια που πρέπει να λαμβάνουμε, όλοι όσοι ασχολούμαστε με τα κοινά, πολύ σοβαρά υπόψη».

Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Αυτά τα ενθουσιώδη δεν τα γράφει κάποιος φιλομαθής πρωτοετής της ΔΑΠ. Τα λέει ο Κώστας Καραμανλής στο λογοτεχνικό περιοδικό «Διαβάζω», τον Δεκέμβρη του 2005, όταν δηλαδή ο ίδιος είναι ακόμα πρωθυπουργός και η ΝΔ αυτοπροβάλλεται ακόμα ως του «μεσαίου χώρου». Και σκληρότεροι δεξιοί όμως, όπως ο Βύρων Πολύδωρας, μέχρι πρότινος δεν είχαν πρόβλημα να αναγνωρίσουν ότι, αν μη τι άλλο, «ο Μαρξ υπήρξε πολύ σημαντικός πολιτικός φιλόσοφος». Κανείς τους, καθώς φαίνεται, δεν είχε ρωτήσει τότε τον Παπαμιμίκο.

***

Θα είχαν απλώς ανεκδοτολογική αξία όλα τα παραπάνω αν, σε σοβαρές και λιγότερο σοβαρές εκδοχές, η μάχη κατά του «εξτρεμισμού» δεν ήταν σήμερα η προμετωπίδα Δεξιάς και Κεντροαριστεράς, ενόψει μάλιστα ευρωεκλογών. Να όμως που από τον Σόιμπλε και τον Ολάντ μέχρι …τον Παπαμιμίκο, η «κεντρώα» Ευρώπη ετοιμάζεται να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς της με τα άκρα στην πολιτική και την ιστορία – εγχείρημα, το τελευταίο, που αν δεν ήταν φιλόδοξο, θα ήταν απλώς επικερδές.
Τι είναι τελικά αυτός ο εξτρεμισμός, και κυρίως, από πού προέρχεται; Σε μια μελέτη της του 2004 για λογαριασμό του Ιδρύματος Αντενάουερ, του θεωρητικού ινστιτούτου των γερμανών Χριστιανοδημοκρατών, η Viola Neu υποστηρίζει ότι το πρόβλημα είναι κυρίως οι «απορριπτικές αντιλήψεις για τις πολιτικές ελίτ [και] οι θετικές αξιολογήσεις για τη βία [που] εντοπίζονται τόσο σε δεξιές-εξτρεμιστικές όσο και σε αριστερές-εξτρεμιστικές κοσμοεικόνες» [1].
Αυτό λοιπόν που διακυβεύεται στη μάχη κατά των «άκρων» δεν είναι μόνο το ποιος άλλος εκτός από το κράτος μπορεί να ασκεί νόμιμη βία, αλλά ποιος άλλος εκτός από τις ελίτ (μέσω του κράτους) μπορεί να κάνει πολιτική. Έναν αιώνα περίπου πριν, ο Καρλ Σμιτ υποστήριζε ότι στις δημοκρατικές κοινωνίες το κράτος δεν διαθέτει πια το μονοπώλιο του Πολιτικού. Το νέο φιλελεύθερο Κέντρο ανά την Ευρώπη φαίνεται, με τον τρόπο του, να θέλει να τον επιβεβαιώσει. Στην προσπάθειά του δε να πείσει πως οτιδήποτε καλύτερο από αυτό που ζούμε τώρα είναι απλώς αδιανόητο, θεωρεί κρίσιμο να ξεμπερδεύει άνευ όρων με κάθε προηγούμενη απόπειρα βελτίωσης του υπάρχοντος, και κυρίως με τον εικοστό αιώνα, τον  περίφημο «αιώνα των άκρων».
Ενώ λοιπόν ένας ορισμένος παραδοσιακός κομμουνισμός ανατρέχει στην ιστορία για να την επαναλάβει («τώρα όπως τότε – τώρα ξανά»), ο φιλελεύθερος αναθεωρητισμός επιστρέφει για να την κομματιάσει («τώρα όπως ποτέ άλλοτε – τώρα και ποτέ ξανά»). Η ιστορία, γι΄ αυτόν, δεν είναι παρά ένα συνεχές αμφισβήτησης και εκ νέου επιβεβαίωσης του μονοπωλίου του κράτους στη νόμιμη βία – επιβεβαίωση για την οποία (θυμηθείτε την περίοδο μετά το 2008) η εκ δεξιών αμφισβήτηση του κρατικού μονοπωλίου στη νόμιμη βία συνιστά πολύτιμη συμβολή για την επιστροφή στην πρότερη κατάσταση.
Είτε με όρους πολιτικής, είτε με όρους ιστορικούς, η άνευ όρων υπεράσπιση του κρατικού μονοπωλίου στη νόμιμη βία «ξεχνά» ότι το μονοπώλιο αυτό αποκτήθηκε βίαια, κυρίως όμως, ότι η περίφημη «νόμιμη» βία είναι βία «έννομη», αντιστοιχεί δηλαδή σε ένα κράτος δικαίου: η λειτουργία ενός δικαίου, κράτους δηλαδή κανόνων και όχι αποφάσεων, είναι αυτή που  στις (αστικές) δημοκρατικές κοινωνίες περιορίζει την προσφυγή στη βία, υποδεικνύοντας τη θεσμική οδό ως δρόμο για την επίλυση των συγκρούσεων. Συμβαίνει σήμερα το αντίστροφο: το μπλοκάρισμα αυτής της λειτουργίας και η νομιμότητα ad hoc, που ως τέτοια αυτοαναιρείται, είναι σήμερα η άλλη όψη της όλο και συχνότερης προσφυγής στη βία – τόσο από το κράτος, όσο και από τους αντιπάλους του, εκεί που η μονοπώληση της πολιτικής εξαντλεί τους δρόμους θεσμικής και πολιτικής επίλυσης των συγκρούσεων.
Είναι γι΄ αυτά που, από τη μάχη για τα Πανεπιστήμια, τα «Δεκεμβριανά» και την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από το ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι την τωρινή μάχη κατά του «εξτρεμισμού», το θέμα δεν ήταν και δεν είναι απλώς η βία – ό,τι κι αν ισχυρίστηκαν οι πρωταγωνιστές σε όλες αυτές τις περιπτώσεις. Το θέμα ήταν και είναι, στην πραγματικότητα, η δυνατότητα μιας αριστερής πολιτικής αυτόνομης έναντι των ελίτ και του κράτους – ό,τι δηλαδή ξεχωρίζει, κατά τον Μαρξ, τους κομμουνιστές από τα άλλα κόμματα. Η συζήτηση περί βίας είναι, με άλλα λόγια, συζήτηση για την πολιτική, τους σκοπούς και τα όριά της – δευτερευόντως μόνο για τα μέσα της. Ως προς αυτά τα τελευταία, δεν ξέρω ούτε ένα επιχείρημα σε τι υπερτερεί, ηθικά και πολιτικά, η βία για τη συντήρηση του υπάρχοντος έναντι της βίας για τη βελτίωσή του. Πιθανότατα δεν ξέρουν ούτε και αυτοί που ξανανοίξουν λογαριασμούς με τη βία του εικοστού, για να δικαιολογήσουν τη (νόμιμη και παράνομη) βία του εικοστού πρώτου αιώνα. Κι εδώ, η νηφάλια αποτίμηση της «κόκκινης βίας» από τον Παναγή Παναγιωτόπουλο, έναν από τους υπογράφοντες (όχι παραδόξως) το κείμενο των «58», μου φαίνεται  απλώς αποστομωτική:


«Ήταν η βία [που] δεν αρκέστηκε στην απόκρουση του εισβολέα, αλλά γέννησε χειραφετησιακά αιτήματα και ριζοσπαστικές ταυτότητες. Βία που στηριζόταν τόσο στην ενοποιητική ιδέα της Εθνικής Απελευθέρωσης όσο και στη διαιρετική δύναμη της ταξικής ανάλυσης. Αν λοιπόν αυτή η βία δεν είναι προϊόν ταξικού μίσους ή ιδεολογικού μηδενισμού, τότε μπορούμε να τοποθετηθούμε απέναντι στη ριζοσπαστική πολιτική συμμετοχή των μαζών που γνωρίζουμε, από το 1789 ήδη, ότι είναι αιματηρή. Να τοποθετηθούμε τελικά απέναντι στη δυνατότητα των μαζών να μετέχουν ενεργά στην πολιτική» [2]. Οι πάσης απόχρωσης κατήγοροι της βίας «απ΄όπου» τοποθετούνται πρωτίστως ενανίον αυτής της συμμετοχής.
______________________
Σημειώσεις
[1] Στο: Βασιλική Γεωργιάδου, Η άκρα δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης, Καστανιώτης 2008
[2] Παναγής Παναγιωτόπουλος, «Επανάσταση χωρίς αίμα, πολιτική χωρίς βία;», Τα Νέα, 26.6.2004

paganeli

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου